δερμηστής

δερμηστής
(dermistes).Κολεόπτερο έντομο που ανήκει στην οικογένεια των δερμηστιδών, η οποία αριθμεί 50 είδη. Ο δ. θεωρείται βλαβερό ζώο, γιατί καταστρέφει δέρματα, γουναρικά κλπ. Ο δ. ο λαρδόφιλος έχει μήκος 7-8 χιλιοστά και τρέφεται κυρίως με πτώματα και συντηρημένα τρόφιμα.
* * *
και δερμέστης, ο (Α δερμηστής και δερμιστής)
Έντομο που τρώει το δέρμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δερμηστής — worm which eats skin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • δερμέστης — ο βλ. δερμηστής …   Dictionary of Greek

  • σακοδερμηστής — και σακοδερμίτης και, κατά τον Ησύχ., σακοδερμιστής, ὁ, Α (ποιητ. τ.) πιθ. (για σκώληκα) αυτός που κατατρώγει το δέρμα τών ασπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος (ΙΙ) «είδος ασπίδας» + δερμηστής / δερμιστής «έντομο που τρώει το δέρμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”